ΕΡΓΑΣΙΑ >> 14. Διαβάστε: «Μπορείς να έχεις Δίκιο».

ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΔΙΚΙΟ

Οι έννοιες του σωστού και του λάθους αποτελούν μια συνηθισμένη πηγή για διαπληκτισμούς και αντιμαχίες. Αυτά σχετίζονται στενά με τα όβερτ και τα γουίθχολντ και την αλληλουχία όβερτ-μοτιβέιτορ.

Η προσπάθεια να έχει δίκιο είναι ο τελευταίος συνειδητός αγώνας ενός ατόμου που αρχίζει να αποχωρεί από τη ζωή. Το «Εγώ έχω δίκιο κι αυτοί έχουν άδικο» είναι η κατώτερη ιδέα που μπορεί να εκφραστεί από ένα άτομο που δεν έχει επίγνωση.

Το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος δεν είναι κάτι που μπορεί πάντα να προσδιοριστεί για τον καθένα. Ποικίλλει ανάλογα με τους υπάρχοντες κώδικες ηθών και τους κανόνες συμπεριφοράς, και, πριν από τη Σαηεντολογία, παρά τη χρήση τους από το νόμο ως κριτήριο της «πνευματικής υγείας», δε βασίζονταν στην πραγματικότητα παρά μόνο σε απόψεις.

Στη Σαηεντολογία παρουσιάστηκε ένας πιο ακριβής ορισμός. Και ο ορισμός έγινε επίσης ο ακριβής ορισμός μιας όβερτ πράξης. Μια όβερτ πράξη δε βλάπτει απλώς κάποιον ή κάτι: μια όβερτ πράξη είναι μια παράλειψη ή διάπραξη που κάνει το μικρότερο καλό στο μικρότερο αριθμό ανθρώπων ή περιοχών της ζωής, ή τη μεγαλύτερη ζημιά στο μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων ή περιοχών της ζωής. Αυτό θα περιελάμβανε την οικογένεια κάποιου, την ομάδα του και την ανθρωπότητα ως σύνολο.

Έτσι, μια λάθος πράξη είναι λάθος στο βαθμό που βλάπτει την πλειοψηφία. Μια σωστή πράξη είναι σωστή στο βαθμό που ωφελεί την πλειοψηφία.

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι μια πράξη είναι όβερτ επειδή είναι καταστροφική. Γι’ αυτούς, όλες οι καταστροφικές πράξεις ή παραλείψεις είναι όβερτ πράξεις. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Για να είναι μια πράξη διάπραξης ή παράλειψης μια όβερτ πράξη, θα πρέπει να βλάπτει το μεγαλύτερο αριθμό δυναμικών. Μια αποτυχία να καταστρέψεις μπορεί, συνεπώς, να είναι μια όβερτ πράξη. Η βοήθεια προς κάτι που θα μπορούσε να βλάψει ένα μεγαλύτερο αριθμό δυναμικών μπορεί επίσης να είναι μια όβερτ πράξη.

Μια όβερτ πράξη είναι κάτι που βλάπτει σε μεγάλη κλίμακα. Μια επωφελής πράξη είναι κάτι που βοηθά σε μεγάλη κλίμακα. Θα μπορούσε να είναι μια επωφελής πράξη το να βλάψεις κάτι που θα έβλαπτε το μεγαλύτερο αριθμό δυναμικών.

Το να βλάπτεις τα πάντα όπως και το να βοηθάς τα πάντα μπορεί να είναι όβερτ πράξεις. Το να βοηθάς συγκεκριμένα πράγματα όπως και το να βλάπτεις συγκεκριμένα πράγματα μπορεί να είναι επωφελείς πράξεις.

Η ιδέα τού να μη βλάπτεις τίποτα και του να βοηθάς τα πάντα είναι εξίσου παράλογες σε μεγάλο βαθμό. Είναι αμφίβολο αν θα πίστευες ότι η παροχή βοήθειας σ’ εκείνους που σκλαβώνουν άλλους είναι ωφέλιμη πράξη, και το ίδιο αμφίβολο αν θα θεωρούσες την εξολόθρευση μιας ασθένειας ως όβερτ πράξη.

Σχετικά με το αν είσαι σωστός ή λάθος, μπορεί να γεννηθούν πολλές συγκεχυμένες απόψεις. Δεν υπάρχει απόλυτο σωστό ή απόλυτο λάθος. Και το να είσαι σωστός δε συνίσταται από το να είσαι απρόθυμος να βλάψεις, ούτε το να κάνεις λάθος συνίσταται μόνο στο να μη βλάπτεις.

Υπάρχει ένας παραλογισμός σχετικά με το να «είσαι σωστός», ο οποίος όχι μόνο απορρίπτει την εγκυρότητα των νομικών μεθόδων αξιολόγησης της πνευματικής υγείας, αλλά εξηγεί επίσης γιατί κάποιοι άνθρωποι κάνουν πολύ λανθασμένα πράγματα και επιμένουν ότι κάνουν το σωστό.

Η απάντηση βρίσκεται σε μια παρόρμηση, έμφυτη στον καθένα, να προσπαθεί να είναι σωστός. Πρόκειται για μια εμμονή που γρήγορα διαχωρίζεται από τη σωστή πράξη. Και συνοδεύεται από μια προσπάθεια να βγάλει τους άλλους λάθος, όπως βλέπουμε στα πολύ επικριτικά άτομα. Ένα ον που βρίσκεται ολοφάνερα σε κατάσταση ασυναισθησίας εξακολουθεί να είναι σωστό και να βγάζει τους άλλους λάθος. Πρόκειται για την έσχατη επίκριση.

Έχουμε δει «άτομα που υπερασπίζονται τον εαυτό τους» να δίνουν εξηγήσεις για τις πιο κατάφωρες αδικίες. Είναι κι αυτό μια «δικαιολόγηση». Οι περισσότερες εξηγήσεις της συμπεριφοράς, άσχετα από το πόσο παρατραβηγμένες είναι, φαίνονται απόλυτα σωστές στο άτομο που τις δίνει, επειδή ισχυρίζεται ότι μόνο εκείνος έχει δίκιο κι οι άλλοι άδικο.

Οι επιστήμονες που είναι παρεκκλίνοντες δεν μπορούν, απ’ ό,τι φαίνεται, να καταλάβουν το νόημα πολλών θεωριών. Αυτό συμβαίνει επειδή το ενδιαφέρον τους εστιάζεται περισσότερο στο να επιμένουν στην ορθότητα των δικών τους παράδοξων απόψεων παρά στην εύρεση της αλήθειας. Έτσι, έχουμε περίεργες «επιστημονικές αλήθειες» από ανθρώπους που θα ’πρεπε να έχουν καλύτερη γνώση των πραγμάτων. Η αλήθεια χτίζεται απ’ αυτούς που διαθέτουν την ευρύτητα πνεύματος και την ισορροπία να δουν επίσης πού έχουν άδικο.

Όλοι έχουμε μέσα μας την παρόρμηση να έχουμε δίκιο.

Όταν κάνει μια λανθασμένη ενέργεια το άτομο περιέρχεται σε μια κατάσταση εσωτερικής πάλης μεταξύ της λανθασμένης ενέργειάς του και της παρόρμησής του να έχει δίκιο...

...και μπορεί να συνεχίσει να διαπράττει αυτή την ενέργεια σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι έχει δίκιο.

Θα έχεις ακούσει κάποια πολύ παράλογα επιχειρήματα μέσα σ’ ένα πλήθος. Θα αντιλήφθηκες μάλλον ότι ο ομιλητής ενδιαφερόταν περισσότερο να υποστηρίξει την ορθότητά του παρά να είναι σωστός.

Ένας θήταν –το πνευματικό ον, το άτομο το ίδιο– προσπαθεί να έχει δίκιο και πολεμάει το να έχει άδικο. Αυτό το κάνει χωρίς να εξετάζει αν είναι σωστός για κάτι ή αν κάνει πραγματικά το σωστό. Πρόκειται για μια εμμονή που δεν έχει καμία σχέση με την ορθότητα της συμπεριφοράς.

Ένα άτομο προσπαθεί να είναι πάντοτε σωστό, μέχρι τις τελευταίες του στιγμές.

Πώς γίνεται, λοιπόν, να κάνει λάθος;

Το πράγμα έχει ως εξής:

Κάποιος διαπράττει κάποιο σφάλμα, τυχαία ή από απροσεξία. Το λάθος της πράξης ή της παράλειψης έρχεται τότε σε σύγκρουση με την ανάγκη του να έχει δίκιο. Έτσι, μπορεί να συνεχίσει και να επαναλάβει τη λανθασμένη πράξη για ν’ αποδείξει ότι είναι σωστή.

Αυτό είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο της παρέκκλισης (παράλογη σκέψη ή συμπεριφορά). Όλες οι λανθασμένες πράξεις είναι αποτέλεσμα ενός λάθους που ακολουθείται από μια επιμονή να έχει κάποιος δίκιο. Αντί το άτομο να διορθώσει το λάθος (το οποίο θα περιλάμβανε την αποδοχή ότι είναι λάθος), επιμένει ότι το λάθος ήταν μια σωστή πράξη, κι έτσι το επαναλαμβάνει.

Όταν ένα ον παίρνει την κατηφόρα τού είναι όλο και πιο δύσκολο να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μια τέτοια παραδοχή θα μπορούσε να είναι καταστροφική για οποιοδήποτε ίχνος ικανότητας ή πνευματικής υγείας τού έχει απομείνει.

Γιατί η ορθότητα είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η επιβίωση. Αυτή είναι η παγίδα από την οποία ο άνθρωπος, κατά τα φαινόμενα, δεν έχει σταθεί ικανός να βγει: διαπράττει όβερτ που συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο, και αυτή η κατάσταση επιδεινώνεται επειδή υποστηρίζει ότι έχει δίκιο. Υπάρχει, ευτυχώς, ένας σίγουρος δρόμος για να βγει έξω από αυτόν το λαβύρινθο, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

μ’ αυτό τον όρο εννοούμε το άτομο το ίδιο – όχι το σώμα του ή το όνομά του, το υλικό σύμπαν, τη διάνοιά του ή οτιδήποτε άλλο· είναι αυτό που έχει επίγνωση ότι έχει επίγνωση· αυτό που είναι το άτομο. Ο όρος θήταν είναι το άτομο. Ο όρος θήταν δημιουργήθηκε για να εξαλείψει οποιαδήποτε σύγχυση θα μπορούσε να υπάρξει με παλαιότερες, αβάσιμες αντιλήψεις. Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό γράμμα θήτα με το οποίο οι Έλληνες συμβόλιζαν τη σκέψη ή, ίσως, το πνεύμα, στην οποία προστίθεται ένα ν για να μετατραπεί σε ουσιαστικό, σύμφωνα με τη σύγχρονη μέθοδο που χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα για τη δημιουργία όρων στη μηχανική.