Θα μπορούσε κανείς να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κάτι που προκαλεί σύγχυση στο να κατευθύνει κανείς την πορεία της καριέρας του στο χώρο της εργασίας. Και σύγχυση υπάρχει πράγματι για κείνον που δεν είναι εξοπλισμένος με οδηγούς και χάρτες.
Όταν συλλογιστεί κανείς τους πολλούς παράγοντες που θα μπορούσαν να διαταράξουν τη ζωή του και να υπονομεύσουν την ασφάλειά του, το αίσθημα της «σύγχυσης» που του δημιουργείται φαίνεται εύλογο.. Και δίκαια θα μπορούσε να λεχθεί ότι όλες οι δυσκολίες είναι στη βάση τους συγχύσεις. Αν υπάρχει αρκετή απειλή, αρκετό άγνωστο, ο άνθρωπος σκύβει γρήγορα το κεφάλι και προσπαθεί να περάσει από μέσα στα τυφλά. Έχει νικηθεί από συγχύσεις.
Αρκετά άλυτα προβλήματα καταλήγουν σε μια τεράστια σύγχυση. Κάθε τόσο, αρκετές αντικρουόμενες εντολές στη δουλειά φέρνουν τον εργαζόμενο σε κατάσταση σύγχυσης. Ένα σύγχρονο εργοστάσιο μπορεί να διοικείται τόσο άσχημα, που να μοιάζει, στο σύνολό του, με μια απέραντη σύγχυση για την οποία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει καμιά λύση.
Η τύχη είναι η συνηθισμένη λύση στην οποία καταφεύγει κανείς όταν βρίσκεται σε σύγχυση. Αν οι δυνάμεις γύρω του φαίνονται πάρα πολύ μεγάλες, μπορεί πάντα να «βασιστεί στην τύχη του». Λέγοντας τύχη εννοούμε «πεπρωμένο που δεν ελέγχουμε οι ίδιοι». Όταν κάποιος αφήνει το τιμόνι και ευελπιστεί ότι το αυτοκίνητο θα παραμείνει στο δρόμο από τύχη, συχνά απογοητεύεται. Έτσι είναι και στη ζωή. Όταν τα πράγματα αφήνονται στην τύχη, έχουν λιγότερες πιθανότητες να λυθούν.
Και ποιος δεν έχει δει κάποιο φίλο του να κλείνει τα μάτια στους πιστωτές και να σφίγγει τα δόντια , ενώ ελπίζει ότι θα κερδίσει στον ιππόδρομο και θα λύσει όλα του τα προβλήματα; Έχουμε γνωρίσει ανθρώπους που χειρίζονταν τη ζωή τους κατ’ αυτό τον τρόπο για χρόνια. Πράγματι ένας από τους μεγάλους χαρακτήρες του Άγγλου μυθιστοριογράφου Καρόλου Ντίκενςδεν ήταν άλλη από το «να περιμένεις κάτι να συμβεί.» Αλλά η τύχη, παρ’ όλο που δεχόμαστε ότι είναι ένα ισχυρό στοιχείο, είναι απαραίτητη μόνο όταν υπάρχει ένας καταιγισμός παραγόντων που δημιουργούν σύγχυση. Αν κάποιος χρειάζεται να έχει τύχη για να ξεπεράσει μια δυσκολία, τότε έπεται ότι δεν έχει πια ο ίδιος το τιμόνι. Kαι έπεται, επίσης, ότι έχει να κάνει με μια σύγχυση.
Θα ήταν συνετό λοιπόν να καταλάβουμε τι ακριβώς σημαίνει σύγχυση και πώς θα μπορούσε να επιλυθεί.
Η Σύγχυση και το σταθερό δεδομένο
Η σύγχυση μπορεί να οριστεί ως «ένα σύνολο παραγόντων ή συνθηκών που δε φαίνεται να έχουν καμιά άμεση λύση».
Γενικότερα:
Σ' ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ, ΣΥΓΧΥΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΤΥΧΑΙΑ ΚΙΝΗΣΗ.
Αν στεκόσουν στη μέση ενός δρόμου με μεγάλη κυκλοφορία, θα ήταν πιθανόν να νιώσεις σύγχυση από όλη αυτή την κίνηση που θα βούιζε γύρω σου. Αν στεκόσουν στη μέση μιας δυνατής θύελλας, με φύλλα και χαρτιά να αιωρούνται εδώ κι εκεί, θα ήταν πιθανόν να νιώσεις σύγχυση.
Είναι πραγματικά δυνατόν να κατανοήσουμε τη σύγχυση; Υπάρχει κάτι τέτοιο όπως «η
Αν ήσουν χειριστής ενός τηλεφωνικού κέντρου και είχες δέκα κλήσεις ταυτόχρονα, μπορεί να ένιωθες σύγχυση. Αλλά υπάρχει κάποια λύση γι’ αυτή την κατάσταση;
Αν ήσουν εργοδηγός και είχες ν’ αντιμετωπίσεις τρία έκτακτα περιστατικά συν ένα ατύχημα, όλα την ίδια στιγμή, μπορεί να ένιωθες σύγχυση. Αλλά υπάρχει κάποια λύση γι’ αυτό;
Μια σύγχυση αποτελεί σύγχυση μόνο όσο όλα τα σωματίδια βρίσκονται σε κίνηση. Μια σύγχυση αποτελεί σύγχυση μόνο όσο κανένας παράγοντας δεν έχει οριστεί ή κατανοηθεί με σαφήνεια.
Η σύγχυση είναι η βασική αιτία της κουταμάρας. Για τον κουτό, όλα τα πράγματα, εκτός από τα πολύ απλά, είναι συγκεχυμένα. Έτσι, αν κάποιος γνώριζε την ανατομία της σύγχυσης, όσο έξυπνος κι αν ήταν, θα γινόταν εξυπνότερος.
Αν χρειάστηκε ποτέ να διδάξεις κάποιο φιλόδοξο νεαρό, που δεν ήταν και πολύ έξυπνος, θα το καταλάβεις αυτό καλά. Επιχειρείς να του εξηγήσεις πώς λειτουργεί το τάδε πράγμα. Του το λες και του το ξαναλές και του το ξαναλές. Κι έπειτα τον αφήνεις μόνο του και τα θαλασσώνει στο λεπτό. «Δεν κατάλαβε», «δεν το έπιασε». Μπορείς να απλοποιήσεις την κατανόησή σου σχετικά με την παρανόησή του λέγοντας, πολύ σωστά, ότι «βρισκόταν σε σύγχυση».
Όταν η εκπαίδευση αποτυγχάνει, αυτό οφείλεται, κατά το 99% των περιπτώσεων, στο ότι ο μαθητής είναι σε σύγχυση. Κι όχι μόνο στο χώρο της δουλειάς, αλλά και στη ζωή την ίδια, όταν πλησιάζει η αποτυχία, αυτή προέρχεται από τη σύγχυση. Για να μάθει κανείς για μηχανές ή για να ζήσει τη ζωή, πρέπει να είναι ικανός είτε να αντικρίζει άφοβα τη σύγχυση είτε να την αναλύει στα συστατικά στοιχεία της.
Στη Σαηεντολογία έχουμε μία συγκεκριμένη αρχή σχετικά με τη σύγχυση. Ονομάζεται:
H ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ.
Αν έβλεπες πάρα πολλά χαρτιά να στροβιλίζονται στον αέρα σ’ ένα δωμάτιο, θα έμοιαζαν να είναι σε σύγχυση μέχρι τη στιγμή που θα επέλεγες ένα χαρτί για να είναι εκείνο το χαρτί σε σχέση με το οποίο κινούνται όλα τα άλλα. Μ’ άλλα λόγια, μια κίνηση που δημιουργεί σύγχυση μπορεί να γίνει κατανοητή αν φανταστούμε ότι ένα πράγμα είναι ακίνητο.
Σε μια ανεξέλεγκτη κυκλοφοριακή ροή, τα πάντα θα αποτελούσαν σύγχυση εκτός κι αν φανταζόσουν ότι ένα αυτοκίνητο είναι ακίνητο σε σχέση με τ’ άλλα κι έτσι έβλεπες τα άλλα σε σχέση μ’ αυτό το ένα.
Η χειρίστρια του τηλεφωνικού κέντρου, που δέχεται δέκα τηλεφωνήματα μονομιάς, δίνει λύση στη σύγχυση χαρακτηρίζοντας –σωστά ή λαθεμένα–ένα τηλεφώνημα ως το πρώτο τηλεφώνημα στο οποίο θα δώσει την προσοχή της. Η σύγχυση των «δέκα τηλεφωνημάτων που φτάνουν όλα μονομιάς» λιγοστεύει τη στιγμή που επιλέγει ένα τηλεφώνημα για να απαντήσει.
Ο εργοδηγός, αντιμέτωπος με τρία έκτακτα περιστατικά και ένα ατύχημα, χρειάζεται μόνο να επιλέξει τον πρώτο στόχο στον οποίο να κατευθύνει την προσοχή του για να αρχίσει να επαναφέρει την τάξη.
Ωσότου επιλέξει κάποιος ένα δεδομένο, έναν παράγοντα ή ένα στοιχείο σε μια σύγχυση από σωματίδια, η σύγχυση συνεχίζεται. Εκείνο το ένα που επιλέγεται και χρησιμοποιείται γίνεται το σταθερό δεδομένο γι’ αυτά που απομένουν.
Πιο συγκεκριμένα και με μεγαλύτερη ακρίβεια, κάθε σύνολο γνώσης αναπτύσσεται από ένα δεδομένο.Αυτό είναι το σταθερό δεδομένο του. Αμφισβήτησέ το και ολόκληρο το σύνολο γνώσης καταρρέει. Το σταθερό δεδομένο δε χρειάζεται να είναι το σωστό. Είναι απλώς εκείνο που σταματάει τη σύγχυση και βάσει του οποίου εναρμονίζονται άλλα δεδομένα.
Τώρα, αν δίδαξες σ’ ένα φιλόδοξο νεαρό πώς να χρησιμοποιεί κάποιο μηχάνημα κι εκείνος δεν κατάφερε να καταλάβει τις οδηγίες σου, αυτό συνέβη γιατί του έλειπε ένα σταθερό δεδομένο. Ένα γεγονός έπρεπε να του γίνει ξεκάθαρο πρώτα. Καταλαβαίνοντας αυτό, θα μπορούσε να καταλάβει κι άλλα. Επομένως, σε κάθε κατάσταση που δημιουργεί σύγχυση, κάποιος είναι κουτός ή έχει σύγχυση ωσότου καταλάβει πλήρως ένα γεγονός ή ένα πράγμα.
Οι συγχύσεις, όσο μεγάλες και ανυπέρβλητες κι αν μοιάζουν, συντίθενται από δεδομένα, παράγοντες ή σωματίδια. Έχουν κομμάτια. Πιάσε ένα κομμάτι και βρες ποια ακριβώς είναι η θέση του. Έπειτα, δες πώς λειτουργούν τα άλλα σε σχέση μ’ αυτό, και θα έχεις σταθεροποιήσει τη σύγχυση, και συσχετίζοντας άλλα πράγματα μ’ αυτό που έχεις πιάσει, θα έχεις σύντομα νικήσει τη σύγχυση στο σύνολό της.
Όταν διδάσκεις σ’ ένα αγόρι πώς να χειρίζεται ένα μηχάνημα, μην του πετάς έναν καταιγισμό δεδομένων και μετά του επισημαίνεις τα λάθη του. Αυτό ισοδυναμεί με σύγχυση γι’ αυτόν, τον κάνει να αντιδρά κουτά. Βρες κάποια πρόσβαση στη σύγχυσή του, ένα δεδομένο.Πες του: «Αυτό είναι ένα μηχάνημα». Μπορεί να τον βομβάρδισαν με όλες τις οδηγίες, ενώ εκείνος δε διέθετε καμιά πραγματική βεβαιότητα, δεν είχε καμία τάξη στην ίδια του την ύπαρξη. «Αυτό είναι ένα μηχάνημα», λες. Μετά κάνε τον ν’ αποκτήσει βεβαιότητα γι’ αυτό. Βάλε τον να το αγγίξει, να το ψηλαφίσει, να το σπρώξει. «Αυτό είναι ένα μηχάνημα», πες του. Και θα εκπλαγείς με το πόσο χρόνο μπορεί να πάρει αυτό, αλλά θα εκπλαγείς επίσης και με το πώς αυξάνεται η σιγουριά του. Ανάμεσα σ’ όλα τα περίπλοκα πράγματα που πρέπει να μάθει για να είναι σε θέση να το χειρίζεται, πρέπει να γνωρίζει πρώτα απ’ όλα ένα δεδομένο. Δεν είναι καν σημαντικό ποιο δεδομένο θα μάθει πρώτα καλά, πέραν του ότι είναι καλύτερο να τον διδάξεις ένα απλό βασικό δεδομένο. Μπορείς να του δείξεις τι λειτουργίες επιτελεί, μπορείς να του εξηγήσεις το τελικό προϊόν, μπορείς να του πεις γιατί επέλεξαν αυτόν για να χειρίζεται αυτό το μηχάνημα. Αλλά εσύ πρέπει να του κάνεις σαφές ένα βασικό δεδομένο, διαφορετικά θα είναι χαμένος στη σύγχυση.
Η σύγχυση είναι αβεβαιότητα. Η σύγχυση είναι κουταμάρα. Η σύγχυση είναι ανασφάλεια. Όταν σκέφτεσαι την αβεβαιότητα, την κουταμάρα και την ανασφάλεια, σκέψου τη σύγχυση και θα το έχεις πιάσει το θέμα»..
Τι είναι λοιπόν η βεβαιότητα;Είναι έλλειψη σύγχυσης. Τι είναι λοιπόν η ευφυΐα;Είναι η ικανότητα να χειρίζεσαι τη σύγχυση. Τι είναι λοιπόν η ασφάλεια;Είναι η ικανότητα να περνάς μέσα από τη σύγχυση ή να μην μπαίνεις σ’ αυτήν ή να βάζεις τάξη στη σύγχυση. Η βεβαιότητα, η ευφυΐα και η ασφάλεια ισοδυναμούν με έλλειψη σύγχυσης ή με την ικανότητα να τη χειρίζεσαι.
Και η τύχη; Πώς συνδέεται με τη σύγχυση; Τύχη είναι η ελπίδα πως κάποια ευνοϊκή συγκυρία, την οποία δεν ελέγχουμε, θα μας βγάλει από τη δύσκολη θέση. Το να στηριζόμαστε στην τύχη ισοδυναμεί με εγκατάλειψη του ελέγχου. Αυτό είναι απάθεια.
Έλεγχος και Σύγχυση
Υπάρχει «καλός έλεγχος» και «κακός έλεγχος». Η διαφορά ανάμεσά τους είναι η βεβαιότητα και η αβεβαιότητα.Ο καλός έλεγχος είναι βέβαιος, θετικός, προβλέψιμος. Ο κακός έλεγχος είναι αβέβαιος, άστατος και απρόβλεπτος. Με τον καλό έλεγχο, μπορεί κανείς να είναι βέβαιος. Ενώ με τον κακό έλεγχο, δεν είναι ποτέ βέβαιος.
Ο εργοδηγός που βάζει έναν κανόνα σε ισχύ σήμερα αλλά αύριο όχι, που κάνει το Γιώργο να υπακούσει αλλά το Δημήτρη όχι, ασκεί κακό έλεγχο. Αυτός ο εργοδηγός φέρνει στο πέρασμά του αβεβαιότητα και ανασφάλεια, όποια κι αν είναι τα στοιχεία του χαρακτήρα του.
Επειδή μπορεί να υπάρξει τόσο αβέβαιος και κουτός έλεγχος, μερικοί από μας αρχίζουν να πιστεύουν ότι κάθε έλεγχος είναι κακός. Αλλά αυτό απέχει πάρα πολύ από την αλήθεια. Ο έλεγχος είναι απαραίτητος αν θέλει κανείς να βάλει κάποια τάξη στη σύγχυση. Πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει πράγματα, το σώμα του και τις σκέψεις του, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, προκειμένου να κάνει κάτι – ό,τι κι αν είναι αυτό.
Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τη σύγχυση «ανεξέλεγκτη τυχαιότητα». Μόνο εκείνοι που μπορούν να ασκήσουν κάποιον έλεγχο σ’ αυτή την τυχαιότητα μπορούν να δίνουν τέλος στις συγχύσεις. Εκείνοι που δεν μπορούν ν’ ασκήσουν έλεγχο, στην πραγματικότητα γεννούν συγχύσεις.
Η διαφορά ανάμεσα στον καλό και στον κακό έλεγχο γίνεται τότε πιο εμφανής. Η διαφορά μεταξύ καλού και κακού ελέγχου, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ο βαθμός ελέγχου.Ο έλεγχος που είναι πλήρης και θετικός μπορεί να προβλεφθεί από τους άλλους. Συνεπώς, είναι καλός έλεγχος. Ο μη θετικός και πρόχειρος έλεγχος δεν μπορεί να προβλεφθεί. Συνεπώς, είναι κακός έλεγχος. Η πρόθεση, επίσης, έχει κάποια σχέση με τον έλεγχο. Ο έλεγχος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εποικοδομητικούς σκοπούς ή για καταστροφικούς σκοπούς. Αλλά θα ανακαλύψεις πως, όταν κάποιος κινείται από καταστροφικές προθέσεις, χρησιμοποιεί κακό έλεγχο.
Επομένως, το θέμα της σύγχυσης, στο σύνολό του, είναι πολύ ευρύ.Μπορεί να σου φαίνεται κάπως παράξενο που η σύγχυση η ίδια χρησιμοποιείται εδώ ως στόχος. Αλλά θα ανακαλύψεις ότι αποτελεί ένα εξαιρετικό κοινό σημείο όλων όσων θεωρούμε κακά στη ζωή. Και, αν μπορεί κανείς να γίνει κύριος των συγχύσεων, η προσοχή του θα είναι ελεύθερη για εποικοδομητικές ασχολίες. Όσο βρίσκεται μέσα σε σύγχυση, το μόνο που μπορεί να σκεφτεί είναι καταστροφικά πράγματα – αυτό που θέλει πιο πολύ να κάνει είναι να καταστρέψει τη σύγχυση.
Ας μάθουμε λοιπόν πρώτα πώς να καταστρέφουμε συγχύσεις. Θα διαπιστώσουμε ότι αυτό είναι κάτι μάλλον απλό.
Όταν φαίνεται πως όλα τα σωματίδια είναι σε κίνηση, σταμάτα ένα και δες πώς κινούνται τα άλλα σε σχέση μ’ αυτό και τότε θα διαπιστώσεις πως υπάρχει λιγότερη σύγχυση. Υιοθετώντας ένα δεδομένο ως σταθερό δεδομένο, μπορούμε να κάνουμε άλλα να μπουν σε μια σειρά. Έτσι, μπορεί κανείς να δει και να κατανοήσει ένα έκτακτο περιστατικό, ένα μηχάνημα, μια δουλειά ή τη ζωή την ίδια, και μπορεί να είναι ελεύθερος.
Ας ρίξουμε μια ματιά στο πώς γίνεται αυτό. Στο πρώτο κεφάλαιο απαριθμήσαμε διάφορα πράγματα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εύρεση εργασίας, την παραμονή σ’ αυτή την εργασία και τη βελτίωσή της. Μπορεί κανείς να λύσει το όλο πρόβλημα, πράγμα που κάνουν οι άνθρωποι τις περισσότερες φορές, εισάγοντας αυτό το ένα δεδομένο: «Μπορώ να πιάσω μια δουλειά και να την κρατήσω». Όταν πιαστεί κανείς γερά απ’ αυτή τη μία πεποίθηση, οι συγχύσεις και οι ανασφάλειες της ζωής μειώνονται σε ισχύ και υπάρχει λιγότερη σύγχυση.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι κάποιος έχει κάνει το εξής: χωρίς περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, όταν ήταν νέος έσφιξε τα δόντια, έκλεισε τα μάτια και είπε: «Μπορώ να πιάσω μια δουλειά και να την κρατήσω, ό,τι και να γίνει. Επομένως, δεν πρόκειται πια να νοιαστώ για το οικονομικό». Λοιπόν, αυτό ήταν υπέροχο.
Αργότερα, χωρίς προειδοποίηση, τον απέλυσαν. Ήταν χωρίς δουλειά επί δέκα εβδομάδες. Ένιωσε τότε, ακόμα κι όταν όντως έπιασε μια άλλη δουλειά, λιγότερο ασφαλής, λιγότερο σίγουρος. Κι ας πούμε ότι συνέβη κάποιο ατύχημα και βρέθηκε ξανά χωρίς δουλειά. Γι’ άλλη μια φορά άνεργος, ένιωθε τώρα ακόμη λιγότερο σίγουρος, ακόμη λιγότερο ασφαλής. Γιατί;
Αν ρίξουμε μια ματιά στην αντίθετη όψη αυτής της Αρχής του Σταθερού Δεδομένου, θα δούμε ότι οι συγχύσεις καθίστανται ανίσχυρες από τα σταθερά δεδομένα και πως, όταν ένα σταθερό δεδομένο κλονίζεται, η σύγχυση παρουσιάζεται ξανά.
Ας φανταστούμε ότι μια σύγχυση είναι σταματημένη. Είναι ακόμη διασκορπισμένη, αλλά είναι σταματημένη. Τι τη σταμάτησε; Η υιοθέτηση ενός σταθερού δεδομένου. Ας πούμε ότι κάποιος είχε μεγάλο πρόβλημα στο σπίτι με την πεθερά του. Μια μέρα, ύστερα από έναν καβγά, βγήκε έξω περπατώντας αγέρωχα και, σαν από έμπνευση, είπε μέσα του: «Όλες οι πεθερές είναι κακές».
Αυτό ήταν μια απόφαση. Αυτό, σωστά ή λανθασμένα, ήταν ένα σταθερό δεδομένο που υιοθετήθηκε σε μια σύγχυση. Αμέσως ένιωσε καλύτερα. Τώρα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα ή να ζήσει μ’ αυτό. Ήξερε ότι «όλες οι πεθερές είναι κακές». Δεν ήταν αλήθεια, ήταν όμως ένα σταθερό δεδομένο.
Έπειτα, μια μέρα, όταν αντιμετώπιζε δυσκολίες, παρενέβη η πεθερά του, με ακλόνητη αφοσίωση, και πλήρωσε όχι μόνο το νοίκι, αλλά και τα άλλα χρέη. Μονομιάς ένιωσε μεγάλη σύγχυση. Αυτή η πράξη καλοσύνης δε θα ’πρεπε να του ’χει δημιουργήσει σύγχυση. Στο κάτω κάτω, η πεθερά του δεν του έλυσε το πρόβλημα; Γιατί τότε να νιώθει αναστατωμένος σχετικά μ’ αυτό; Είναι γιατί το σταθερό δεδομένο έχει κλονιστεί.Ολόκληρη η σύγχυση του παλαιότερου προβλήματος ξαναμπήκε σε λειτουργία λόγω του ότι το σταθερό δεδομένο αποδείχτηκε εσφαλμένο.
Για να φέρεις κάποιον σε σύγχυση, το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να βρεις τα σταθερά δεδομένα του και να τα υποτιμήσεις. Αρκεί να κλονίσουμε αυτά τα λίγα σταθερά δεδομένα, είτε με κριτική είτε με αποδείξεις, και θα ενεργοποιήσουμε ξανά όλες τις συγχύσεις ενός ατόμου.
Βλέπεις, τα σταθερά δεδομένα δε χρειάζεται να είναι αληθινά.Απλώς τα υιοθετεί κανείς.Και, αφού τα υιοθετήσει, στη συνέχεια αξιολογεί άλλα δεδομένα σε σχέση μ’ αυτά. Έτσι, η υιοθέτηση οποιουδήποτε σταθερού δεδομένου έχει την τάση να εκμηδενίζει τη σύγχυση που μας απασχολεί. Αλλά, αν αυτό το σταθερό δεδομένο κλονιστεί, αμφισβητηθεί ή ανασκευαστεί, μένει κανείς ξανά με τη σύγχυση. Φυσικά, το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να υιοθετήσει ένα καινούργιο σταθερό δεδομένο ή να ξαναβάλει το παλιό στη θέση του. Αλλά θα πρέπει να έχει γνώσεις Σαηεντολογίας για να το επιτύχει αυτό ομαλά.
Ας πούμε ότι κάποιος δεν έχει κανένα φόβο για την εθνική οικονομία, χάρη σε μια ηρωική πολιτική φυσιογνωμία που κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Αυτός ο άνθρωπος αποτελεί το σταθερό δεδομένο για όλες τις συγχύσεις του γύρω από την εθνική οικονομία. Κι έτσι «δεν ανησυχεί». Αλλά κάποια μέρα, οι περιστάσεις ή οι πολιτικοί του εχθροί τον κλονίζουν ως δεδομένο. «Αποδεικνύουν» ότι, στην πραγματικότητα, ήταν ανέντιμος. Το άτομο τότε ξαναρχίζει να ανησυχεί για την εθνική οικονομία.
Μπορεί να υιοθέτησες κάποια φιλοσοφία επειδή ο ομιλητής φαινόταν πολύ ευχάριστος άνθρωπος. Στη συνέχεια, κάποιος σου αποδεικνύει επιμελώς ότι ο ομιλητής ήταν, στην πραγματικότητα, κλέφτης ή κάτι χειρότερο. Υιοθέτησες αυτή τη φιλοσοφία γιατί είχες ανάγκη να ηρεμήσεις λίγο από τις σκέψεις σου. Η αμφισβήτηση του ομιλητή θα είχε ως αποτέλεσμα να βρεθείς ξανά στη σύγχυση που αντιμετώπιζες αρχικά.
Έχει καλώς. Όταν ήμασταν νέοι, κοιτάξαμε τη σύγχυση στο χώρο της καθημερινής εργασίας και την κρατήσαμε σε απόσταση δηλώνοντας
Η σύγχυση δεν είναι απαραίτητα ένα αναπόφευκτο και μόνιμο στοιχείο της επαγγελματικής μας ζωής. Υιοθετώντας την αρχή του σταθερού δεδομένου, κάποιος μπορεί σταδιακά να φέρει τάξη και να έχει κατανόηση για οποιαδήποτε κατάσταση.
αναφέρεται στη δομή ή στην τακτοποίηση των τμημάτων κάποιου πράγματος.
με τρόπο που δηλώνει σταθερότητα και αποφασιστικότητα.