Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ανθρωπιστικές επιστήμες:

κλάδοι μάθησης που σχετίζονται με την ανθρώπινη σκέψη και τις ανθρώπινες σχέσεις (ειδικά η λογοτεχνία, η φιλοσοφία η ιστορία κ.λπ.) σε αντιδιαστολή με τις φυσικές επιστήμες. (Αρχικά, οι ανθρωπιστικές σπουδές αναφέρονταν στην εκπαίδευση που έκανε ένα άτομο ικανό να σκέφτεται ελεύθερα και να κρίνει μόνο του, σε αντίθεση με την περιορισμένη μελέτη τεχνικών δεξιοτήτων.)

αντιμετωπίζω:

αντικρίζω κάτι χωρίς να ταράζομαι ή να το αποφεύγω. Η ικανότητα να αντιμετωπίζει κανείς είναι στην πραγματικότητα η ικανότητα να είναι εκεί, άνετα και να αντιλαμβάνεται.

αξιώματα:

δηλώσεις φυσικών νόμων αντίστοιχες με αυτές των φυσικών επιστημών.

αποχαύνωση

η αίσθηση κούρασης, υπνηλίας ή σύγχυσης σαν να είναι κάποιος ντοπαρισμένος ή υπό την επήρεια ναρκωτικών.

βαθμίδωση:

βαθµιαία προσέγγιση σε κάτι που γίνεται βήµα-βήµα, επίπεδο-επίπεδο, όπου κάθε βήµα ή επίπεδο µπορεί να επιτευχθεί εύκολα, έτσι ώστε τελικά πολύπλοκες και δύσκολες δραστηριότητες να µπορούν να επιτευχθούν µε σχετική ευκολία. Ο όρος βαθμίδωση ισχύει επίσης για κάθε ένα από τα βήματα που γίνονται σε μια τέτοια προσέγγιση.

δεδομένο:

μεμονωμένη πληροφορία που παρουσιάζεται ή ισχύει ως γεγονός.

εξατομικεύομαι:

ο διαχωρισμός του εαυτού από κάποιον άλλο, μια ομάδα κ.λπ.., και η απομάκρυνση από τη σύνδεση με αυτό.

επίδειξη µε πλαστελίνη:

αναπαράσταση µιας ενέργειας, ορισµού, αντικειµένου ή αρχής, φτιαγµένη από πλαστελίνη.

θεωρητική εκπαίδευση:

που σχετίζεται περισσότερο με τη μελέτη ενός θέματος παρά με την πρακτική του εφαρμογή.

κακολογώ:

βρίσκω λάθη στους άλλους με δόλιο τρόπο, ασκώ δριμύα κριτική.

κέρδος:

η επίτευξη οποιασδήποτε επιθυμητής βελτίωσης. Παραδείγματα κερδών για ένα άτομο θα ήταν να αυξήσει την ικανότητά του να επικοινωνεί, να βιώνει ένα αυξημένο αίσθημα ευεξίας ή να αποκτήσει μεγαλύτερη βεβαιότητα για κάποιο τομέα της ζωής του.

λεξισαφήνιση:

το θέμα και η ενέργεια της απομάκρυνσης της άγνοιας, των παρανοήσεων και των λανθασμένων ορισμών λέξεων, καθώς και των εμποδίων στη χρήση τους.

Λεξισαφηνιστής:

το άτομο που βοηθά κάποιον άλλο να βρει και να ξεκαθαρίσει όλες τις παρανοημένες λέξεις.

μάζα:

τα πραγματικά υλικά αντικείμενα, τα οποία συναντάμε στη ζωή, οτιδήποτε έχει υπόσταση, σε αντίθεση με τη σημασία. Δείτε επίσης τον όρο σημασία σε αυτό το γλωσσάριο.

ντούινγκνες:

η εκτέλεση μιας ενέργειας ή δραστηριότητας.

παραλογισμός:

ανόητη ενέργεια, πρακτική, ιδέα κ.λπ..

παρανοημένη λέξη:

μια λέξη που κάποιος δεν έχει κατανοήσει ή την έχει κατανοήσει λανθασμένα.

Σαηεντολογία:

Σαηεντολογία είναι η εφαρμοσμένη θρησκεία που ασχολείται με τη μελέτη της γνώσης, η οποία μέσω της εφαρμογής της τεχνολογίας της μπορεί να επιφέρει επιθυμητές αλλαγές στις καταστάσεις της ζωής. Αναπτύχθηκε επί ένα τρίτο του αιώνα από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ. Ο όρος Σαηεντολογία προέρχεται από τη λατινική λέξη scio (που σημαίνει «γνωρίζω», με την πληρέστερη έννοια της λέξης) και την ελληνική λέξη λόγος (που σημαίνει "μελέτη ενός αντικειμένου"). Η Σαηεντολογία ορίζεται περαιτέρω ως «η μελέτη του πνεύματος και η ενασχόληση μ’ αυτό σε σχέση με το ίδιο, τα σύμπαντα και την υπόλοιπη ζωή.

σετ επίδειξης:

ένα σετ από διάφορα µικροαντικείµενα όπως φελλοί, καπάκια, συνδετήρες, καπάκια από στιλό, λαστιχάκια, κ.λπ. Ο μαθητής χρησιμοποιεί αυτά τα μικροαντικείμενα για να απεικονίσει τα διάφορα τμήματα αυτού που μελετά. Τα αντικείµενα µπορούν να µετακινηθούν τριγύρω για να δείξουν τους µηχανισµούς και τις ενέργειες µιας συγκεκριµένης έννοιας και να βοηθηθεί ο µαθητής στην κατανόησή της. λέγεται επίσης «ντέμο κιτ».

σημασία:

η έννοια ή οι ιδέες ή η θεωρία κάποιου πράγματος, σε αντίθεση με τη μάζα του.

τεχνολογία:

οι μέθοδοι εφαρμογής μιας τέχνης ή μιας επιστήμης, σε αντιδιαστολή με την απλή γνώση αυτής της επιστήμης ή τέχνης. Στη Σαηεντολογία, ο όρος τεχνολογία αναφέρεται στις μεθόδους εφαρμογής των αρχών της Σαηεντολογίας για την βελτίωση των λειτουργιών της διάνοιας και την αποκατάσταση των δυνατοτήτων του πνεύματος, όπως αυτές αναπτύχθηκαν από τον Λ. Ρον Χάμπαρντ.

φαινόμενα:

πράγματα που φαίνονται ή γίνονται αντιληπτά ή παρατηρούνται. Μεμονωμένα γεγονότα, συμβάντα ή αλλαγές όπως γίνονται αντιληπτά από κάποια από τις αισθήσεις ή από τη διάνοια. Ο όρος φαινόμενο, ισχύει κυρίως για ένα γεγονός ή συμβάν του οποίου τα αίτια ή η εξήγηση παρατηρείται ή περιγράφεται επιστημονικά.

φόρµουλα:

μέθοδος ή διαδικασία για την επίτευξη κάποιου πράγματος.